- ἀρτόπωλις
- ἀρτό-πωλις, Brotverkäuferin
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αρτόπωλις — ἀρτόπωλις, η (Α) η πωλήτρια άρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + πωλις ( ιδος) < πωλώ] … Dictionary of Greek
ἀρτόπωλις — baker s fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοπώλιδα — ἀρτόπωλις baker s fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοπώλιδας — ἀρτόπωλις baker s fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοπώλιδες — ἀρτόπωλις baker s fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοπώλιδι — ἀρτόπωλις baker s fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοπώλιδος — ἀρτόπωλις baker s fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοπώλισι — ἀρτόπωλις baker s fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοπώλισιν — ἀρτόπωλις baker s fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτόπωλιν — ἀρτόπωλις baker s fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… … Dictionary of Greek